- ροταριανός
- ο, θηλ. ροταριανή, Ν1. μέλος του Ροταριανού Ομίλου2. φρ. «Ροταριανός Όμιλος» — σύλλογος επιχειρηματιών, επιστημόνων, καλλιτεχνών, με προγραμματικό σκοπό την εξυπηρέτηση τής κοινωνίας από τη θέση και τις αρμοδιότητες τού κάθε μέλους, σύλλογος ο οποίος είναι μέλος τής Διεθνούς Εταιρείας Λεσχών Ρόταρυ ή, σύμφωνα με τη σημερινή ονομασία της, Διεθνούς Ρόταρυ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Rotorian < Rotary (club) < rotary «περιστροφικός» < μσν. λατ. rotarius < λατ. rota «ρόδα, τροχός»].
Dictionary of Greek. 2013.